-
1 κατα-κρίνω
κατα-κρίνω (s. κρίνω), verurtheilen, verdammen, τινά τινος, Einen wozu, ψήφῳ ϑανάτου κατακεκριμένος Eur. Andr. 497; τινός τι, τὸ μὲν γὰρ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινεν Isocr. 1, 43; κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον, nach dem Gesetze verurtheilt, Xen. Hell. 2, 3, 54; die Strafe steht auch im inf., κατέκριναν τῆς ὄψιος στερηϑῆναι Her. 9, 93; κατακεκριμένος ἀποϑνήσκειν Xen. Hier. 7, 10. – Her. vrbdt auch τοῖσι μὲν κατακέκριτο ϑάνατος, sie waren zum Tode verurtheilt, 7, 146; Sp. auch κατακριϑῆναι ϑάνατον u. Aehnl.; imperson., ἢν γὰρ νῦν κατακριϑῇ μοι Xen. Apol. 7; – κατακεκριμένων ἤδη οἱ τούτων, als dies gegen ihn erkannt war, Her. 2, 133; κατακέκριται τὰ πράγματα Antiph. 3 α 1. Ohne den feindlichen Sinn, κατεκρίϑη Ἀπόλλων ϑνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pind. frg. 116.
-
2 κατακρινω
1) определять в виде наказания, назначать(θάνατόν τινος Isocr.)
κατακεκριμένων οἱ τούτον Her. — когда это было ему определено оракулом2) выносить обвинительный приговор, осуждать(κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον Xen.; τέν ἁμαρτίαν NT.)
ἢν κατακριθῇ μοι impers. Xen. — если я буду осужден3) присуждать, приговаривать(τινὰ θανάτῳ и τινὰ εἶναι ἔνοχον θανάτου NT.)
κατακεκριμένος θανάτου Eur. и ἀποθνῄσκειν Xen. — осужденный на смерть;κ. τῆς ὄψιος στερηθῆναι Her. — приговорить к лишению зрения;βαδίζω, ἔνθα τύ μευ κατέκρινας Theocr. — я ухожу, куда ты указал мне4) судить, полагать